Μια δύσκολη στιγμή στη ζωή ενός παιδιού είναι ο χωρισμός των γονιών του. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες υπολογίζεται ότι τα ποσοστά διαζυγίου στη χώρα μας έχουν αυξηθεί κατά 74% τα τελευταία χρόνια όπου αναλογικά στους 5 γάμους αντιστοιχούν 2 διαζύγια, κυρίως στις ηλικίες 35-45 ετών. Στο σημερινό άρθρο θα αναφερθούμε στην καλύτερη διαχείριση ενός διαζυγίου ως προς τα παιδιά και την ψυχοσυναισθηματική τους ανάπτυξη.
Το πρώτο και βασικότερο βήμα είναι η ενήλικη απόφαση για το χωρισμό να είναι οριστική, αλλιώς το παιδί μπερδεύεται και αποδιοργανώνεται ανάμεσα στο φόβο για το χειρότερο, στο άγχος της αλλαγής και την ελπίδα να μην αλλάξει τίποτα τελικά.
Εφόσον η απόφαση έχει παρθεί, έχει νόημα οι γονείς να μιλήσουν και οι δύο μαζί στα παιδιά, διαφυλάσσοντας ευαίσθητες προσωπικές πληροφορίες που αφορούν μόνο το ζευγάρι αλλά απαντώντας με σαφήνεια και ειλικρίνεια στις ερωτήσεις και τους προβληματισμούς τους. Με την ίδια σαφήνεια καλό είναι να προετοιμάσετε τα παιδιά για τις πρακτικές αλλαγές που επακολουθούν (ποιος μετακομίζει, πότε θα βλέπει τον κάθε γονιό κλπ) ώστε να ανακουφισθεί κάπως ο τρόμος για το «άγνωστο» που έρχεται.
Τα παραπάνω προϋποθέτουν τη γονική συνεργασία, με τον παραμερισμό των μεταξύ τους συγκρούσεων και την ψύχραιμη στάση που θα βοηθήσει τα παιδιά σε αυτή την μετάβαση. Σε αντίθετη περίπτωση – κάτι που συμβαίνει συχνά- η ένταση μεταξύ των γονέων, εκθέτει τα παιδιά και δυσχεραίνει τη συναισθηματική τους ηρεμία καθώς εσωτερικεύουν την ένταση, νιώθουν υποχρεωμένα να διαλέξουν πλευρά και «δίκιο» (δυστυχώς αυτό καλλιεργείται συχνά ηθελημένα ή άθελα από τον έναν ή και τους δύο γονείς) με αποτέλεσμα να εκφράζουν συναισθηματικές και συμπεριφορικές δυσκολίες, θέματα αυτοπεποίθησης, άγχος, ενοχές, αίσθημα εγκατάλειψης, αισθήματα πένθους, μειωμένη συγκέντρωση και σχολική απόδοση.
Κάθε παιδί θέλει να είναι γέννημα αγάπης. Η ανακοίνωση ενός διαζυγίου αποτελεί μια σημαντική απώλεια (η οικογενειακή δυναμική αλλάζει αναπόφευκτα) και η πρώτη αίσθηση είναι πως «η οικογένειά μου διαλύεται».
Υπό το βάρος αυτής της σκέψης, το παιδί καλείται να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του, τον εαυτό του κι όσο πιο βίαιος ο γονικός χωρισμός τόσο πιο αρνητική αυτή η αίσθηση του εαυτού. Δίκοπο μαχαίρι η ενοχοποίηση του παιδιού «φταίνε οι αταξίες μου» , «δεν είμαι καλό παιδί», «δεν με αγαπάει πια ο μπαμπάς/η μαμά για αυτό φεύγει» που όσο παρατηρεί το γονικό χωρισμό και δεν παίρνει ξεκάθαρες απαντήσεις τόσο πιστεύει αυτές τις πεποιθήσεις και οδηγείται στην απαξίωση του εαυτού ή σε μια φαύλη προσπάθεια ελπίδας ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει για να παραμείνουν μαζί οι γονείς του.
Στα παραπάνω μπορεί να βοηθήσει η ώριμη γονική στάση που συνεργατικά θα υποστηρίξει το παιδί σε αυτή την μετάβαση με αποσαφήνιση της κατάστασης, επεξήγηση στα ερωτήματά του και ανακούφιση tου άγχους του, ξεκαθαρίζοντας μια αλήθεια που σε κάποιες περιπτώσεις και οι γονείς ξεχνούν: το διαζύγιο χωρίζει το ζευγάρι όχι τους γονείς με τον γονικό ρόλο να παίζεται εφ’ όρου ζωής
(Tο άρθρο επιμελήθηκε η Κα Μάρκου Μαρία, ψυχολόγος και συνεργάτης του κέντρου ειδικών θεραπειών “Εργομιλώ”)